- νιοφώτιστος
- -η, -οβλ. νεοφώτιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοφώτιστος — και νιοφώτιστος, η, ο (ΑΜ νεοφώτιστος, ον) αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη διαδικασία τού βαπτίσματος νεοελλ. αυτός που ασπάστηκε μια ιδεολογία πρόσφατα («νεοφώτιστος σοσιαλιστής») … Dictionary of Greek